- μεταρσιολογικος
- μεταρσιολογικόςμεταρσιο-λογικός3Diog.L. = μετεωρολογικός См. μετεωρολογικος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεταρσιολογικός — μεταρσιολογικός, ή, όν (Α) [μετάρσιος] ο σχετικός με τα ουράνια σώματα … Dictionary of Greek
μεταρσιολογικῶν — μεταρσιολογικός fem gen pl μεταρσιολογικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)